σφιγγοσίνη

σφιγγοσίνη
η, Ν
(βιοχ.) κοινή ονομασία τής αμινο-2-οκταδεκενο-4-διόλης-1, 3, που σχηματίζεται στις μεμβράνες τών ζωντανών οργανισμών από τη σερίνη και την παλμιτική αλδεΰδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphingosine (< σφίγγω + -ίνη*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφιγγανίνη — η, Ν (βιοχ.) αμινοαλκοόλη, συστατικό τών σφιγγολιποειδών διαφόρων ειδών ζώων, η οποία μαζί με την σφιγγοσίνη αποτελούν τις κύριες βάσεις τών σφιγγολιποειδών τών θηλαστικών …   Dictionary of Greek

  • σφιγγολιποειδής — ές, Ν (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σφιγγολιποειδή (βιοχ.) κλάση λιποειδών, δηλ. λιποδιαλυτών συστατικών τών ζωντανών κυττάρων, τα οποία περιέχουν την οργανική αλειφατική αμινο αλκοόλη σφιγγοσίνη ή μια ουσία δομικά παρόμοια με αυτήν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”